- ἀλλοδαπῶν
- ἀλλοδαπόςaliudfem gen plἀλλοδαπόςaliudmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Στρέιτ — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας νομομαθών. 1. Στέφανος (1835 – 1920). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία και ακολούθησε έπειτα το δικαστικό κλάδο. Το 1872 παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε διευθυντής,του υποκαταστήματος της Εθνικής … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
έξωση — η (AM ἔξωσις) [εξωθώ] βίαιη αποβολή ή εκδίωξη μσν. νεοελλ. (για ηγεμόνες και αρχιερείς) εκθρόνιση νεοελλ. 1. αποβολή τού μισθωτή από ακίνητο με δικαστική απόφαση 2. απέλαση αλλοδαπών αρχ. (για μέλη τού σώματος) εξάρθρωση … Dictionary of Greek
αντιπρόσωπος — ο (AM ἀντιπρόσωπος) νεοελλ. 1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου 2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό 3. «αντιπρόσωπος εμπορικός»… … Dictionary of Greek
βίζα — η θεώρηση και επικύρωση διαβατηρίων, πιστοποιητικών και ναυτιλιακών εγγράφων αλλοδαπών από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. visa («επικύρωση εγγράφου») < λατ. visa «θεωρηθέντα», πληθ. ουδ. του visus, μτχ. αορ. του video… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek
εκτελωνισμός — Το σύνολο των διαδικασιών και ενεργειών που απαιτούνται από τον νόμο, για την εισαγωγή προϊόντων από ξένη χώρα, μέσω τελωνείου. Στόχος των διαδικασιών και ενεργειών αυτών είναι –κατά κύριο λόγο– η είσπραξη των δασμών που έχει καθορίσει η πολιτεία … Dictionary of Greek